- οικητήριο
- το (ΑΜ οἰκητήριον)αυτό στο οποίο κατοικεί κανείς, οίκημα, κατοικίαμσν.μτφ. σε ποιητική χρήση σχετικά με τη Θεοτόκο ως μητέρα τού Θεού («οἰκητήριον ὤφθης τοῡ θεοῡ», Μηναί.)αρχ.αστρολ. οίκος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. οἰκητήριος*].
Dictionary of Greek. 2013.